< ἕζομαι
*ϜεhηϜία >
ἐζωχάς
,
-άδος, ἡ
medic. un tipo de
hemorroides
πρὸς δὲ τὰς αἱμορροΐδας, τὰς ἐντερίδας καλουμένας ἐζωχάδας
Cyran
.1.12.31.