ἐδωδός, -όν


inclinado, propenso a comer de ciertas naturalezas, op. ἄποτος Hp.Aër.1, op. πολυπότης Hp.Aër.4, ἐδωδούς τε εἶναι τοὺς τοιούτους καὶ διψηρούς Hp.Aër.7.