ἐδητύς, -ύος, ἡ
comida, alimento
πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντοIl.1.469, h.Ap.513, cf. Il.11.780, h.Cer.200,
δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστοςOd.6.250,
οὐδὲ γὰρ αὐτῶν ἔτλη τις πάσσασθαι ἐδητύοςninguno de ellos se atrevió a tomar alimento A.R.1.1072, cf. 2.228, 269,
ἐδητύος ἰσχανόωντεςQ.S.4.221,
ἵμερον ... ἐδητύοςOrph.L.723, cf. Opp.H.1.135, 3.455.