< ἐδαφεινός
ἐδαφίζω >
ἐδαφιαῖος
,
-α, -ον
del suelo
πλάξ
Tz.
Ep
.18, cf.
H
.3.14,
glos. a γονυπετεῖς
Sch.E.
Ph
.293D.