< ἐγχαραγή
ἐγχαρακτέον >
ἐγχάραγμα
,
-ματος, τό
1
carácter inciso
, e.e.,
letra
δέχου ... θεῖα ἐγχαράγματα
Rom.Mel.23.
ιαʹ
.1.
2
incisión
,
marca
en el cuerpo, Sch.Lyc.780.