< ἐγχωρητέον
ἐγχωριάζω >
ἐγχωρητικός
,
-ή, -όν
de cesión
de propiedad
ἐγχωρητικὴ καὶ παραχωρητικὴ ἔγγραφος ὁμολογία
PMichael
.41.49, cf. 19, 62 (VI d.C.).