< ἐγχόω
ἐγχραύω >
ἐγχράομαι
• Grafía:
graf. ἐνχ-
BGU
1844.15 (I a.C.)
1
servirse de
τρόποις ἐνχρώμενος
sirviéndose de subterfugios
,
BGU
l.c. (I a.C.).
2
ἐγκεχρημένοι· σπονδὰς ἔχοντες
Hsch. (prob. l. antigua de Hdt.7.145).