< ἐγχλαμυδόομαι
ἐγχλίαμα >
ἐγχλιαίνω
entibiar
,
templar
en v. pas.
κάππαρις ... ἐγχλιασθεῖσα μετ' ἐλαίου
Dsc.
Eup
.1.228.2.