< *Ἐγχειρος
Ἐγχελᾶνες >
ἐγχειρουργέω
modelar con las manos
ἀκριβὲς εἶδος ἐγχειρουργήσας τῇ ὕλῃ
Gr.Nyss.
Hom.Opif
.30.30.