ἐγρηγορέω
pres. formado sobre ἐγρηγόρειν plusperf. de ἐγείρω despertarse
οἱ ἐξονειρωγμοὶ ... ἐγρηγοροῦσι ... μετὰ πόνουArist.Pr.877a9,
ὁ μὴ εἰς σοφίαν ἐγρηγορῶνClem.Al.Paed.2.2.27, cf. Arr.Epict.4.1.47, Corp.Herm.9.2.
οἱ ἐξονειρωγμοὶ ... ἐγρηγοροῦσι ... μετὰ πόνουArist.Pr.877a9,
ὁ μὴ εἰς σοφίαν ἐγρηγορῶνClem.Al.Paed.2.2.27, cf. Arr.Epict.4.1.47, Corp.Herm.9.2.