ἐγνωσμένως
adv. sobre el part. perf. med.-pas. de γιγνώσκω con conocimiento, con razón
ἐ. ἀπὸ τῶν παρακολουθούντων εἰς τὸν ζῳδιακὸν κατέρχεταιSch.Arat.167, cf. Gr.Cor.de comp.105.
ἐ. ἀπὸ τῶν παρακολουθούντων εἰς τὸν ζῳδιακὸν κατέρχεταιSch.Arat.167, cf. Gr.Cor.de comp.105.