< *ἔγu̯κᾱν-ά
ἐγκᾰνᾰχέομαι >
ἐγκᾰνάσσω
servir vino con ruido
abs. E.
Cyc
.152 (cj.)
•
c. ac. int.
ἄκρατον ἐγκάναξόν μοι πολύν
Ar.
Eq
.105,
κύλικα
Alciphr.2.34.3.