< ἐγκοτητικός
ἔγκοτος >
ἐγκότιος
,
-ον
rencoroso
,
vengativo
ὑμεῖς δαίμονες ἐνκότιοι αὐτῷ γένοισθε
en una imprecación funerar.
Test.Salaminia
199.9 (I d.C.?).