< ἐγκεραννύω
ἐγκεραυλέω >
ἐγκέραστος
,
-ον
subst. τὸ ἐ.
moderación
,
amabilidad
ὁ συμποτικὸς λόγος ... ποιεῖ τῇ ἀνέσει τὸ ἱλαρὸν καὶ φιλάνθρωπον ἐγκέραστον
Plu.2.660c.