< ἐγκᾰνᾰχέομαι
ἐγκανθίς >
ἐγκάνθιος
,
-α, -ον
• Morfología:
[-ος, -ον Gal.19.437]
situado en el ángulo interno del ojo
φλέβες
Dsc.
Eup
.1.8,
τῆς ἐγκανθίου σαρκὸς δαπάνησις
Gal.l.c.