ἐγκάθισμα, -ματος, τό
1 medic. baño de asiento
ἡ ῥίζα (ἀκόρου) ... ὠφελεῖ ... εἰς ἐγκάθισμα ... πρὸς τὰ γυναικεῖαDsc.1.2, cf. 7,
ἐγκαθίσματα ταῖς αἱμορραγούσαιςPaul.Aeg.3.62.3, cf. Crateuas Fr.3, Cyran.1.1.97, Sor.3.4.135, Philum. en Aët.9.19, Ael.Prom.65.29.
2 gram. pausa, demora en la dicción
αἱ δὲ μακραὶ συλλαβαί, στηριγμούς τινας ἔχουσαι καὶ ἐγκαθίσματαD.H.Comp.20.14, cf. 22.44.
3 alquim. dispositivo interno
ὄργανα ... ἔχοντα ἐγκάθισμα ὡσεὶ δρακοντῶδεςaparatos con un dispositivo interno en forma de serpiente, e.d., un serpentín Zos.Alch.Comm.Gen.2.1.