ἐγκροαίνω
1 extenderse c. dat.
τοῖς ... τῶν πόλεων ἐπιθέτοιςEust.263.12, cf. 1050.33,
διηγήσεσινen narraciones Eust.1680.31.
2 resonar abs., de la poesía lírica
οὐ ποικίλως ἐγκροαίνουσαEust.Pind.2.1.
τοῖς ... τῶν πόλεων ἐπιθέτοιςEust.263.12, cf. 1050.33,
διηγήσεσινen narraciones Eust.1680.31.
οὐ ποικίλως ἐγκροαίνουσαEust.Pind.2.1.