< ἐγκρεμάννυμι
Ἔγκρης >
ἐγκρεμής
,
-ές
que cuelga de
fig.
dependiente de
c. gen.
ἐγκρεμεῖς ὑπῆρχον αὐτοῦ
Vict.
Mc
.9.16.