ἐγκρατεύομαι
I
ἐγκρατεύεται δ' ὅταν πράττῃ παρὰ τὴν ἐπιθυμίαν κατὰ τὸν λογισμόνArist.EE 1223b12, cf. 1224b16, Asp.in EN 132.30, LXX 1Re.13.12, para no manifestar los sentimientos, LXX Ge.43.31, ref. prob. a una seguidora de los encratitas MAMA 1.175a.4 (Laodicea Combusta IV d.C.)
•crist. practicar la abstinencia Hippol.Haer.9.23.2, en el terreno sexual
εἰ δὲ οὐκ ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν1Ep.Cor.7.9
•c. gen. abstr. abstenerse de
τοῦ ἥδεσθαιAlex.Aphr.in Top.260.16,
βρωμάτων καὶ πάσης ἡδονῆς σαρκικῆςAmph.Exerc.308, tb. c. ἀπό y gen.
ἀπὸ τῆς τῶν ἀλλοτρίων ἐπιθυμίαςGr.Nyss.Paup.1.94,
τῶν ἀπὸ μονογαμίας ἐγκρατευομένων καὶ τῶν ἐν παρθενίᾳ διατελούντωνde los sacerdotes, Epiph.Const.Haer.48.9.5.
2 ayunar Chrys.M.63.901
•dejarse morir de hambre
αὐτόχειρες γίνονται ... ἐγκρατευόμενοιVett.Val.121.10.