< ἐγκραιπαλάω
Ἐγκραναί >
ἐγκραιπαλίζω
tambalearse
fig. de una metáfora
ἀλλοτρίαν ὥσπερ ἐ[γ]κ[ρ]αι[παλίζ]ουσαν
Phld.
Rh
.1.173 (dud.).