< ἐγκοτύλη
ἔγκοψις >
ἐγκουράς
,
-άδος, ἡ
dibujo
prob. inciso, en el techo A.
Fr
.142 (pero tal vez ἐν κουράδι), Hsch.s.uu.
κουράς
,
ἐγκουράδες
,
ἐγκουράδες· τὰ ἐν προσώπῳ στίγματα
Hsch.