ἐγκομβόομαι
• Morfología: [perf. part. ἐκκεκομβωμένος Nil.M.79.253C]
1 atarse, anudarse
ἐπωμίδαApollod.Car.4.1
•en v. pas. estar atado
ἐγκεκόμβωται καλώςEpich.7,
ἐγκομβωθείς· δεθείςHsch.,
ἐναμμένος· ἐγκεκομβωμένοςHsch.
2 revestirse de fig.
τὴν ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθεrevestíos de humildad 1Ep.Petr.5.5, cf. Ath.Al.M.28.1493B,
πάσας ... τὰς ἀρετάςNil.l.c., Diad.Perf.85.