< ἐγκοιλαίνω
ἐγκοίλιος >
ἐγκοιλάομαι
hundirse
,
hacerse cóncavo
medic. op. ‘hincharse’
τὰ μὲν κατὰ τὸν περίνεον ἐγκοιλᾶται
Paul.Aeg.6.118.2.