< ἐγκλονέομαι
ἐγκλύδαξις >
ἐγκλυδάζομαι
medic.
inundar
,
encharcar
ἐγκλυδάζεται τὸ πῦον πρὸς τὰ πλευρὰ προσπῖπτον
Hp.
Morb
.1.15, cf. Phot.
ε
96.