< ἔγκλειστος
ἐγκλειστρίς >
ἐγκλείστρα
,
-ας, ἡ
jaula
,
prisión
εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἐγκλείστραν ἐμβάλλεσθαι
Ath.Scholast.
Coll
.1.15.