< ἐγκλειστέον
ἔγκλειστος >
ἐγκλειστήριον
,
-ου, τό
1
encierro
,
prisión
αὐτὸν τῷ ἐγκλειστηρίῳ παρέδωκεν
Chrys.M.64.925D.
2
celda
de ermitaño
, Cyr.S.
V.Sab
.87 (p.195).