ἐγκεκλιμένως
adv. sobre el part. perf. pas. de ἐγκλίνω gram. con acento de enclisis
«ἔσάν οἱ» ἐ. ἀναγνωστέον οὕτως δύο τόνοις ... ἵνα μὴ ἄρθρον νοηθῇ τὸ ῑ ἀλλ' ἀντωνυμίαHdn.Gr.2.56, cf. Sch.Er.Il.1.277a, 18.376a.
«ἔσάν οἱ» ἐ. ἀναγνωστέον οὕτως δύο τόνοις ... ἵνα μὴ ἄρθρον νοηθῇ τὸ ῑ ἀλλ' ἀντωνυμίαHdn.Gr.2.56, cf. Sch.Er.Il.1.277a, 18.376a.