< ἐγκατώδης
ἔγκαυμα >
ἐγκαυλέω
bot.
echar tallo
,
tener tallo
,
alzarse
de las plantas bulbosas
τὰ σκόροδα ὄζει μᾶλλον ἐγκαυλοῦντα ἢ νέα ὄντα
Arist.
Pr
.926
a
26.