< ἐγκατηρά
ἐγκατίζω >
ἐγκατήρια
,
-ων, τά
dim.
salazón con tripas de pescado
ἐνκατηρίων γαζήτιον
PVindob.Worp
11.10 (VI d.C.), cf.
POxy
.1343 (VI d.C.) en
BL
6.101.