ἐγκατέχω
• Grafía: pap. graf. ἐνκ-


I en v. act.

1 retener en el interior, contener, guardar dentro esp. medic. ὁ στόμαχος ... ἐγκατέχει τὴν τροφήν Sor.1.16.67, cf. EM 310.7G., τὸ ἔριον ... ἐγκατέχει δὲ τῇ εὐρυχωρίᾳ τὸ ἀποκριθέν Sor.3.12.51, en v. pas. ἐκβάλλει ... τὰ ἐγκατεχόμενα δεύτερα expulsa las secundinas retenidas Gal.14.165, cf. Sor.4.14, Paul.Aeg.6.75.1, ἐφ' ὧν οὐκ ἐκ μακροῦ χρόνου ἐγκατέχεται τὰ κόπρια Ruf. en Orib.8.24.8, πεσσὸς ... ἐν ᾧ ἐγκατέχεται τὰ φάρμακα Paul.Aeg.3.61.4, en cont. no medic. τὸ ψυχρὸν ἐγκατέχεται περιστεγόμενον τῷ ἱματίῳ el frío (de la nieve) se conserva retenido por el manto Plu.2.691f, cf. Basil.Hex.8.4
retener, recluir en v. pas. τὸ Ἀσταρτιεῖον, οὗ ... ἐνκατέχομαι UPZ 6.8 (II a.C.), ψυχὴν ... μηδεμίαν ἀνάγκην ἔχειν ἐκ φύσεως τόποις τισὶν ἐγκατέχεσθαι Gr.Nyss.M.46.69B
fig., en v. pas. ser sujetado, paralizado ὥσπερ ἐγκατεχομένην ἔσχε τὴν γλῶσσαν Sch.Ar.V.947b.

2 poseer en v. pas. ὑποδοχεῖον, ὅ φησιν ἐγκατεσχῆσθαι ὑπ' αὐτοῦ PFlor.97.3 (II d.C.).

3 jur. obligar, en v. pas. ser sometido a una carga τέσσαρσι χρείαις ἐγκατασχεθήσεται παρὰ τοὺς νόμους será obligado a cuatro tutelas en contra de las leyes, Dig.27.1.4.

II en v. med. confinarse en, concentrarse op. ‘disiparse’ τῶν τῆς ψυχῆς μερῶν ... παρεσπαρμένων ἐγκατεχομένων ἢ διαφορουμένων Epicur.Ep.[2] 66.10.