ἐγκατάμιξις, -εως, ἡ
acción de entremezclarse
ἐ. ὑγροῦ καὶ θερμότητοςAlex.Aphr.in Sens.74.26,
ἐ. τῆς καπνώδους ἀναθυμιάσεωςOlymp.in Mete.157.29.
ἐ. ὑγροῦ καὶ θερμότητοςAlex.Aphr.in Sens.74.26,
ἐ. τῆς καπνώδους ἀναθυμιάσεωςOlymp.in Mete.157.29.