ἐγκατορύσσω
• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [perf. med. ἐγκατωρυγμένος Hippol.Haer.5.8.23]


1 tr. enterrar, encerrar, ocultar fig. ᾧ (τὸ σῶμα) τὴν παναθλίαν ψυχὴν ἐγκατώρυξαν Ph.Fr.Gen.1.70, τὸν νοῦν ... τῇ κοιλίᾳ Clem.Al.Paed.2.1.18, cf. Clem.Al.Strom.7.15.92, Origenes M.17.141A, (ψυχάς) τῷ τῆς ἀσεβείας ... βαράθρῳ CCP (536) Act.14 (p.41.35).

2 intr. en v. med. enterrarse, ocultarse ἐν τοῖς βάθεσι τῆς γῆς CCP (536) Act.14 (p.42.3)
fig., en perf. estar enterrado o encerrado ἡ ψυχὴ ἐν τῷ σώματι D.H.Rh.6.5, cf. Hippol.l.c., Haer.6.25.4, Iul.Or.9.189c, τῷ φορυτῷ τῶν φροντίδων τούτων ἀπειλημμένοι καὶ ἐγκατορωρυγμένοι Chrys.M.63.462.