< ἐγκατίζω
ἐγκατίσχω >
ἐγκατιλλώπτω
burlarse de
,
mofarse de
c. dat.
ὑμῖν ἐγκατιλλώψας μέγα
A.
Eu
.113 (cj., pero v. ἐκκατιλλώπτω), cf. Hsch.