ἐγκατειλέω
c. dat. loc. encerrar, comprimir en v. pas.
πνεῦμα ... ἐγκατειλήθη τοῖς ταύτης (γῆς) κοιλώμασιArist.Mu.395b34,
ᾧ (τὸ γεῶδες) τὸ πῦρ ἐγκατειλεῖσθαι συμβέβηκενPh.2.504 (var.).
πνεῦμα ... ἐγκατειλήθη τοῖς ταύτης (γῆς) κοιλώμασιArist.Mu.395b34,
ᾧ (τὸ γεῶδες) τὸ πῦρ ἐγκατειλεῖσθαι συμβέβηκενPh.2.504 (var.).