ἐγκαταχρώννυμι


dar color con, fig. impregnar de, teñir de τῆς ἰδίας φύσεως τὸ πεπηγός τε καὶ ἄτρεπτον, καθάπερ τινὰ βαφήν, ἐγκαταχρώσας αὐτῇ (τῇ ψυχῇ) Cyr.Al.Inc.Unigen.691d.