ἐγκατατάσσω
• Alolema(s): át. -ττω
1 incluir en, intercalar, insertar c. dat. loc. o constr. prep., gener. ref. escritos
οὐδὲν φλοιῶδες ἢ ἄσεμνον ἢ σχολικὸν ἐγκατατάττοντες διὰ μέσουLongin.10.7,
ἃ δίκαιον ἐγκατατάξαι τῇ γραφῇMarcellin.Puls.474,
ἐν τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτάςPamph.Mon.Solut.11.69, en v. pas.
ῥυθμοὶ ... ἐγκατατεταγμένοι ἀδήλωςen la prosa, D.H.Comp.25.9,
ἡ γοῦν Ἰούδα προδοσία ... ἐγκατατέτακται τοῖς εὐαγγελίοιςOrigenes Io.1.11, cf. Clem.Al.Strom.6.13.107,
τῇ (ἀληθείᾳ) οἷον ἐγκατατεταγμένῃ τῷ μικτῷDam.in Phlb.253.
2 admitir, sancionar en v. pas.
ὁ γάμοςClem.Al.Paed.2.10.95.
3 poner a cargo de c. dat.
χειροτονεῖ ἐπίσκοπον, ἐγκατατάξας κωμυδρίῳPall.V.Chrys.7.13
•destinar, relegar en v. pas.
ἵππος σταδιοδορομεῖν οὐκέτι δυνάμενος μυλῶνιPall.V.Chrys.12.46.
4 en v. med. ponerse en su sitio, colocarse en formación
οἱ μὲν ἀσυνήθεις ... ἐγκατατάσσονται πολὺν ἀναλίσκοντες χρόνονlos que no están acostumbrados pierden mucho tiempo hasta que se colocan en formación Onas.10.3.