ἐγκατατρίβω


1 tr. consumir el tiempo, dejar pasar c. part. pred. ἐγκατέτριψαν τὸν βίον οὐδὲν ... διενεγκόντες Ph.1.322.

2 en v. med., intr. pasarse la vida en c. dat. ὁ δὲ ἕτερος ... τοῖς σωματικοῖς μόχθοις ἐγκατατρίβεται Gr.Nyss.Hom.in Eccl.369.3
en perf. ser experto, bien versado en ἀνθρώπιον ... ἐγκατατετριμμένον ἐν πράγμασιν de Odiseo, Philox.Cyth.5.