ἐγκατασήπομαι
pudrirse dentro, corromperse
τὸ παιδίονen la matriz, Hp.Mul.1.63, c. dat., fig.
πολλὰ ... αὐτῷ (τῷ στόματι) ἀπόρρητα ἐγκατεσάπηE. en Stob.3.41.6, de una pers.
τὸν ὅλον βίον τούτοις ... πόνοις ἐγκατασαπείςPhot.Bibl.88b4.
τὸ παιδίονen la matriz, Hp.Mul.1.63, c. dat., fig.
πολλὰ ... αὐτῷ (τῷ στόματι) ἀπόρρητα ἐγκατεσάπηE. en Stob.3.41.6, de una pers.
τὸν ὅλον βίον τούτοις ... πόνοις ἐγκατασαπείςPhot.Bibl.88b4.