ἐγκαταπνίγω


asfixiar en v. pas. καὶ οὕτω κινδυνεύειν τὸ πᾶν ἐγκαταπνιγῆναι Praxag.Cous 74, Diocl.Fr.55
sofocar en v. pas., del calor innato del cuerpo τῷ πλήθει τῆς ὑγρότητος Gal.7.673
fig. de la mortificación ψυχὰς ἑαυτοῖς ἐγκαταπνίγοντες Ps.Caes.139.19.