< ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω >
ἐγκαταπιστεύω
confiar a
,
poner
o
dejar en manos de
en v. pas.
ἐν τοῖς νεύροις αἴσθησις καὶ κίνησις
Steph.
in Hp.Aph
.3.228.4.