< ἐγκαταμετρέω
ἐγκαταμικτέον >
ἐγκαταμιγνύω
introducir
,
insertar
τὰ πλεῖστα ἐγκαταμιγνύεις τοῖς λόγοις
Luc.
Lex
.25, cf.
ITr
.6.