ἐγκαταμείγνυμι
• Alolema(s): tb. -μίγνυμι
I tr. en v. act.
1 sólo c. ac. poner en la mezcla, añadir
τούτους ἐγκαταμεῖξαιAr.Lys.581, cf. Timo SHell.807.
2 c. ac. de cosa o abstr. y dat. entremezclar, mezclar
τὸ λευκὸν ... τῷ φαρμάκῳLuc.Hist.Cons.13,
ἐγκαταμιγνὺς Ἰνδικοῖς Ἀττικάref. la lengua, Philostr.VS 490, cf. VA 6.27,
τὸ φάρμακον ... τῷ ... ποτῷAch.Tat.4.15.4, en v. pas.
ἐγκαταμεμιγμένα τοῖς νῦν λεγομένοιςref. escritos, Isoc.15.10,
τῶν ἐγκαταμεμιγμένων πύργων τὸ ὕψος καὶ κάλλοςAristid.Or.25.7
•fig. introducir
κέντρον τοῖς τωθασμοῖς ὑποκακόηθεςPh.2.570
•de un escultor amalgamar
μανίην ἐγκατέμιξε λίθῳAP 16.57 (Paul.Sil.), cf. 9.593.
3 c. ac. de pers. y dat. unir, asociar a
θεοὺς ἐγκαταμίξας ἀνθρώποιςPhilostr.Her.29.16,
(αὐτούς) τοῖς πολιτικοῖς ἐγκαταμιγνύντες λόχοιςD.H.6.2,
αὐτὸν τοῖς ἐπιτροπεύουσιν τῆς ΣυρίαςI.AI 15.360,
ἑαυτοὺς τοῖς στρατιώταιςHdn.7.12.7.
II intr. en v. med. entremezclarse c. o sin dat.
(ὁ ἠήρ) τῷ ὕδατι ἐγκαταμιγνύμενοςHp.Aër.6, cf. Thphr.CP 3.10.1,
ἐγκαταμίγνυται πνεῦμαArist.GA 735b19, cf. Spir.486a3, Thphr.Ign.43,
τὸ ... ἐγκαταμεμιγμένον τοῖς βιβλίοις πνεῦμαel soplo que está entremezclado en los libros, e.e., el aliento que anima los libros D.H.Dem.22.7,
πολὺ τὸ χρήσιμον ἔχουσιν ἐγκαταμεμιγμένον τοῖς πόνοιςref. el ejercicio físico, Luc.Anach.14,
δύο ταῦτα ἐν τῇ γενέσει ἡμῶν ἐγκαταμέμικταιArr.Epict.1.3.3, cf. Alex.Aphr.in Sens.74.27.