< ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλέχομαι >
ἐγκαταλεκτέος
,
-α, -ον
que debe ser contado entre
ἐγκαταλεκτέα δὲ αὕτη ταῖς (πόλεσιν) ... εὖ πραττούσαις
Philostr.
VS
606.