ἐγκατακαίω


1 quemar en profundidad, medic. aplicar calor hacia dentro καίειν δὲ ... ἔπειτα ἐνθεὶς σπόγγον ἠλαιωμένον ἐγκατακαίειν Hp.Vid.Ac.3
gener. quemar en v. pas. ἐγκατακαίεσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθράκων Chrys.Is.interp.6.4.72.

2 fig. grabar a fuego, imprimir c. dat. τοῦ ἁγίου Πνεύματος τοῖς ἐσωτάτοις τῆς διανοίας μυχοῖς ... ἐγκατακαίοντος (λόγους) Cyr.Al.M.70.800B.