< ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκατάθεσις >
ἐγκαταθάπτω
enterrar
νεκρούς, οὓς δέ τις αὐτὸς ἐγκατέθαψεν αὑτῷ
de los crist. acusados de antropofagia
, Athenag.
Leg
.36.1.