< ἐγκαταδεσμέω
ἐγκαταδεύω >
ἐγκαταδέχομαι
recibir
,
aceptar
πείθετε αὐτοὺς τὰ πάντα ἐγκαταδέξασθαι ὑμῶν
Epiph.Const.
Anc
.107.2.