< ἐγκαταδείκνυμι
ἐγκαταδεσμέω >
ἐγκαταδεσμεύω
atar con fuerza
,
encadenar
fig. en v. pas.
τοῖς τῆς ἁμαρτίας ... ζυγοῖς
Cyr.Al.M.68.392A.