< ἐγκαταγηράσκω
ἐγκαταγίγνομαι >
ἐγκαταγηράω
hacerse viejo
,
envejecer
ταῖς μοναρχίαις
Them.
Or
.19.232c,
τῇ ... κακίᾳ
Eus.M.23.1001A.