ἐγκαταβάλλω
• Alolema(s): ἐγκαββ- var. antigua de Il.12.206 en Sch.Er.Il.ad loc., Origenes Cels.4.91; ἐνικαββ- var. de Il.l.c. en Eust.900.5
1 arrojar en
μέσῳ δ' ἐγκάββαλ' ὁμίλῳy la arrojó (la serpiente) en medio del ejército, Il.12.206 en Sch.l.c., en v. pas. c. εἰς y ac.
ἐγκαταβληθῆναι εἰς αὐτόref. al aceite Alex.Aphr.Pr.2.67
•introducir c. ac.
εἰς τοὺς ... τῆς θηλείας πόρους ἐγκαταβάλλουσιν τὴν σποράνMeth.Symp.42
•fig. en v. pas. ser implantado
σπερματικός τις λόγος ἡμῖν ἐγκαταβέβληταιBasil.M.31.908C
•en v. med. introducir, implantar en
ὁ καὶ τὴν γνῶσιν ... ἐγκαταβεβλημένος τῇ φύσειIust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1257B.
2 poner por escrito en v. pas.
ὅτι ... (τὰ νοητά) ἐστι καὶ τίνα ... ταῖς ἱεραῖς βίβλοις ἐγκαταβέβληταιEus.PE 11.7.11.