< ἐγκαταβρέχω
ἐγκαταγέλαστος >
ἐγκαταβυσσόομαι
penetrar
,
introducirse
ἐγκαταβυσσοῦσθαι τὰ εἴδωλα διὰ τῶν πόρων εἰς τὰ σώματα
Plu.2.735a (= Democr.A 77).